- ομηρεών
- ὁμηρεών, -ῶνος, ὁ (Α)ονομασία μήνα στην Ίο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὅμηρος + επίθημα -εών].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Μουσείο, Αρχαιολογικό Ίου — Το Αμοιροδάκειο Mέγαρο, στο οποίο στεγάζεται η αρχαιολογική συλλογή της Ίου, είναι από τα λιγοστά νεοκλασικά κτίρια της Xώρας. Xτίστηκε στις αρχές του 20ού αι., από την οικογένεια Aμοιραδάκη, που είχε αναπτύξει εμπορικές δραστηριότητες στην… … Dictionary of Greek